- ταὐτόφρων
- αὐτόφρων , αὐτόφρωνmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυτόφρων — ον, Μ έχω τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια φρονήματα με άλλον, σκέπτομαι κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) / ταυτ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά φρων] … Dictionary of Greek
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
ταυτοφρονώ — έω, Μ [ταὐτόφρων, ονος] εμφορούμαι από τα ίδια φρονήματα με άλλον, σκέπτομαι κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον … Dictionary of Greek